Παγωμένος ώμος: Αίτια, Στάδια και Αντιμετώπιση
Τι είναι ο παγωμένος ώμος;
Η Συμφυτική Θυλακίτιδα, γνωστή και ως παγωμένος ώμος, εμφανίζεται σε περίπου 2–5% του πληθυσμού και προσβάλλει κυρίως γυναίκες σε σχέση με τους άντρες (αναλογία περίπου 2:1), σε ηλικίες 40–65 ετών, συνήθως στο μη επικρατές άνω άκρο.
Η πάθηση αυτή χωρίζεται βάσει συμπτωματολογίας σε 3 στάδια : το στάδιο πόνου όπου ο πόνος είναι πιο έντονος από την δυσκαμψία, το στάδιο δυσκαμψίας, όπου η δυσκαμψία είναι πιο έντονη από τον πόνο, και το στάδιο λύσης όπου η δυσκαμψία προοδευτικά μειώνεται και η λειτουργικότητα επανέρχεται (Neviaser et et al., 2010 – American Journal of Sports Medicine).
Ο παγωμένος ώμος διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: πρωτογενή ή ιδιοπαθή (χωρίς γνωστή αιτία) και δευτερογενή, δηλαδή συνδεόμενη με άλλες παθήσεις του ώμου, προηγούμενη χειρουργική επέμβαση ή συστηματικές νόσους όπως σακχαρώδης διαβήτης ή παχυσαρκία (Zuckerman and Rokito 2011 - Journal of Shoulder and Elbow Surgery).
Γύρω στο 30% όσων εμφανίζουν παγωμένο ώμο έχουν συγγενή πρώτου βαθμού με την ίδια πάθηση, γεγονός που υποδηλώνει ισχυρή γενετική προδιάθεση αυξάνοντας τον κίνδυνο περίπου κατά τέσσερις φορές (Prodomidis et al., 2016 - The Journal of Bone and Joint Surgery).
Πρόγνωση και φυσική πορεία
Όσον αφορά την πρόγνωση και την πορεία της πάθησης, πολλοί πιστεύουν ακόμη ότι υποχωρεί από μόνη της έπειτα από 1 ή 2 χρόνια. Αυτή η αντίληψη βασίζεται σε παλιές έρευνες με σημαντικές μεθοδολογικές αδυναμίες (Reeves, 1975 - Scandinavian Journal of Rheumatology).
Σύγχρονες μελέτες δείχνουν ότι πολλοί ασθενείς συνεχίζουν να έχουν συμπτώματα και περιορισμούς στην κινητικότητα για πολλά χρόνια. Συγκεκριμένα, το 41% εξακολουθούσε να παρουσιάζει ήπια έως μέτρια συμπτώματα καθώς και ελλείμματα κίνησης και λειτουργικότητας μετά από 4 χρόνια (Hand et al., 2008 - Journal of Shoulder and Elbow Surgery; Kim et al., 2020 - Journal of Orthopedic Science), ενώ το 50% αντιμετωπίζει ακόμη προβλήματα 7 χρόνια μετά τη διάγνωση (Schaefer et al., 1992 - The Journal of Bone and Joint Surgery).
Η αντίληψη ότι ο παγωμένος ώμος υποχωρεί πλήρως με τον χρόνο χωρίς θεραπεία δεν τεκμηριώνεται από την βιβλιογραφία (Wong et al., 2017 - Physiotherapy). Τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν ότι η έγκαιρη και σωστή παρέμβαση είναι κρίσιμη για την καλύτερη αποκατάσταση και λειτουργικό αποτέλεσμα.
Διάγνωση του παγωμένου ώμου
Η διάγνωση του παγωμένου ώμου γίνεται κυρίως μέσω του ιστορικού και της κλινικής εξέτασης, με βάση τον πόνο και τον περιορισμό της κίνησης του ώμου. Η απλή ακτινογραφία έχει περιορισμένο ρόλο και χρησιμοποιείται πρωτίστως για τον αποκλεισμό άλλων παθολογιών όπως αρθρίτιδα ή σοβαρές παθήσεις που μιμούνται κλινικά την πάθηση. Το υπερηχογράφημα ώμου και μαγνητική τομογραφία (MRI) μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως συμπληρωματικά εργαλεία για την αναγνώριση χαρακτηριστικών σημείων που σχετίζονται με την πάθηση. Αυτά τα απεικονιστικά εργαλεία δεν αντικαθιστούν την κλινική εκτίμηση, αλλά συνδυαστικά με την εξέταση του ασθενούς μπορούν να βελτιώσουν την αξιοπιστία της διάγνωσης (Shrestha-Taylor et al., 2022 - Ultrasound in Medicine & Biology; Su et al., 2019 - European Radiology).
Συντηρητική αντιμετώπιση
Όσον αφορά την αντιμετώπιση, οι ενέσεις κορτικοστεροειδούς έχουν ισχυρή ένδειξη όταν ο πόνος υπερτερεί της δυσκαμψίας, δηλαδή στο 1ο στάδιο της πάθησης. Συνήθως χρησιμοποιείται ενδοαρθρική ένεση κορτικοστεροειδούς — και σε κάποιες περιπτώσεις στον υπακρωμιακό θυλάκο ή στον τένοντα της μακράς κεφαλής του δικεφάλου. Οι ενέσεις αυτές φαίνεται να μειώνουν τον πόνο και να βελτιώνουν προσωρινά τη λειτουργικότητα του ασθενούς, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με εξειδικευμένη φυσικοθεραπεία (Challoumas et al., 2020 - JAMA; Yoon et al., 2013 – American Journal of Sport Medicine; Favejee et al., 2010 – British Journal of Sports Medicine).
Στο 2ο στάδιο, δηλαδή όταν η δυσκαμψία είναι πιο έντονη από τον πόνο, οι ενέσεις κορτιζόνης δεν φαίνονται να βοηθούν ιδιαίτερα. Αντιθέτως, η εξειδικευμένη φυσικοθεραπεία και το manual therapy μπορεί να βελτιώσουν τον πόνο, το εύρος κίνησης και τη λειτουργικότητα του ασθενούς (Millar et al., 2022 – Nature Reviews; Celik et al., 2016 – Clinical Rehabilitation; Favejee et al., 2010 – British Journal of Sports Medicine). Σε αυτό το στάδιο, επίσης, η υδροδιαστολή (hydrodistention), δηλαδή η ενδοαρθρική χορήγηση μεγάλης ποσότητας χλωριούχου νατρίου μέσω ένεσης, μπορεί να προταθεί από κάποιους ορθοπαιδικούς χειρουργούς με σκοπό τη διάταση του θυλάκου και την βελτίωση του εύρους κίνησης. Βέβαια, η έρευνα υποστηρίζει ότι τα αποτελέσματα είναι συνήθως φτωχά και βραχυπρόθεσμα (Yoon et al., 2016 – Journal of Shoulder and Elbow Surgery; Saltychev et al., 2018 – Scandinavian Journal of Surgery).
Χειρουργική αντιμετώπιση
Σε περιπτώσεις όπου η συντηρητική αγωγή δεν βελτιώσει στον αναμενόμενο βαθμό και χρονικό πλαίσιο την κλινική εικόνα του ασθενούς, ως τελευταία επιλογή προτείνεται η χειρουργική αντιμετώπιση. Η επέμβαση μέσω αρθροσκόπησης και χειρισμού υπό νάρκωση, με σκοπό τη λύση των συμφύσεων, υποστηρίζεται από έρευνες, καθώς μπορεί να έχει σημαντικά θετικά αποτελέσματα όσον αφορά την αύξηση του εύρους κίνησης και της λειτουργικότητας του ασθενούς (Forsythe et al., 2021 – Arthroscopy).

